τόλμημα

τόλμημα
τό
1) смелый поступок; дерзание; 2) дерзкая, наглая выходка

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "τόλμημα" в других словарях:

  • τόλμημα — adventure neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τόλμημα — το, ατος 1. τολμηρή πράξη, ηρωισμός, παλικαριά: Παρασημοφορήθηκε για το τόλμημά του. 2. πράξη θράσους, αναίδειας: Ήταν τόλμημα που μίλησε έτσι στον υπουργό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τόλμημα — το, ΝΑ [τολμῶ] τολμηρή ενέργεια, θαρραλέα πράξη νεοελλ. (κατ επέκτ.) θρασεία πράξη αρχ. (σχετικά με λόγο) τολμηρή έκφραση …   Dictionary of Greek

  • τόλμημ' — τόλμημα , τόλμημα adventure neut nom/voc/acc sg τόλμημι , τολμάω Bodl. Quarterly Record pres ind act 1st sg τόλμημαι , τολμάω Bodl. Quarterly Record pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τολμημάτων — τόλμημα adventure neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τολμήμασι — τόλμημα adventure neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τολμήμασιν — τόλμημα adventure neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τολμήματα — τόλμημα adventure neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τολμήματι — τόλμημα adventure neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τολμήματος — τόλμημα adventure neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τολμήμαθ' — τολμήματα , τόλμημα adventure neut nom/voc/acc pl τολμήματι , τόλμημα adventure neut dat sg τολμήματε , τόλμημα adventure neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»